απρόκλητος

απρόκλητος
η , ο [ος , ον ] неспровоцированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απρόκλητος" в других словарях:

  • απρόκλητος — η, ο αυτός που δεν προκαλείται ή δεν έχει προκληθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προκαλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • απρόκλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνηκε χωρίς πρόκληση, χωρίς να προκληθεί: Η επίθεση που δεχόταν ήταν εντελώς απρόκλητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτηχτής — ο [βουτώ] 1. ο δύτης 2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία 3. κλέφτης, λωποδύτης 4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»